χρηστικῶς

χρηστικῶς
χρηστικός
knowing how to use
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χρηστικώς — χρηστικῶς, ΝΑ, και χρηστικά Ν βλ. χρηστικός …   Dictionary of Greek

  • χρηστικός — ή, ό / χρηστικός, ή, όν, ΝΑ [χρηστός] (για πράγμ.) αυτός που προορίζεται ή είναι κατάλληλος για χρήση, χρήσιμος νεοελλ. αυτός που μπορεί να χρησιμοποιηθεί με ευχέρεια, εύχρηστος («χρηστική εγκυκλοπαίδεια») αρχ. 1. αυτός που καταλαβαίνει την χρήση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”